λυσσικός

λυσσικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύσσα («λυσσικός ιός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιλυσσικός — ή, ό («αντιλυσσικό εμβόλιο, ορός») αυτός που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της λύσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + λυσσικός. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. antirabics. Ο ελληνικός όρος αντιλυσσικός μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”